- αγαλλιάζω
- αγαλλιάζω, αγαλλίασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγαλλιάζω — και αναγαλλιάζω (αν)αγάλλιασα, χαίρομαι, ευφραίνομαι: Μόλις αντίκρισε τα γνώριμά του πρόσωπα αναγάλλιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση … Dictionary of Greek
αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] … Dictionary of Greek